-
1 дробь
1. (число, состоящее из частей единицы) το κλάσμα-и с общим{}одинаковым{} знаменателем ομώνυμα - ταнеправильная - νοθό -, καταχρηστικό -простая - απλό -, κοινό -2. (косая черта дроби) η κάθετοςη (λοξή) γραμμή του κλάσματος3. (металличе-ская) (лит.) το σφαιρίδιοсвинцовая - από μόλυβδο/από μολύβιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дробь
-
2 συνεχής
ης, ες1) непрерывный; беспрерывный; постоянный; продолжительный;συνεχες κλάσμα мат. — непрерывная дробь;
συνεχές ρεύμα — эл. постоянный ток;
2) последовательный (о порядке);3) см. συνεχόμενος -
3 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина